- νταούλι
- Λαϊκό μεμβρανόφωνο κρουστό μουσικό όργανο, κυρίως της ηπειρωτικής Ελλάδας. Το ν. είναι λέξη τούρκικη, αντίστοιχη της ελληνικής τύμπανο. Η ποικιλία των κρουστών αυτών οργάνων είναι μεγάλη και ο κάθε τύπος διαφέρει σε μέγεθος καθώς και στην ύλη που είναι κατασκευασμένος. Το ν. κατασκευάζεται ως εξής: σ’ έναν κύλινδρο από ξύλο ή λαμαρίνα, που έχει περίμετρο από 30 εκ. έως 1 μ., προσδένουν - τεντώνοντας τα έπειτα από κατεργασία - αποξηραμένα δέρματα ή προβιές προβάτων, κατσικιών, σπανιότερα λύκου ή και γαϊδάρου. Το τέντωμα ή το χαλάρωμα του πετσιού, που θα δώσει τον ανάλογο ήχο, εξαρτάται από το δέσιμο των σχοινιών του οργάνου. Το ν. κρούεται με δύο βέργες, τα νταουλόξυλα ή νταουλόβεργες. Στο δεξί χέρι κρατούν μια λεπτή βέργα και στο αριστερό μια χονδρότερη, για να παράγονται δύο διαφορετικοί ήχοι, ένας βαρύς κι ένας οξύτερος. Το ν., ρυθμικό όργανο, συνοδεύει όλα τα μελωδικά μουσικά όργανα στους χορούς και στα πανηγύρια. Η σπουδαιότητά του για τους Έλληνες ορισμένων περιοχών, φαίνεται και από το γεγονός ότι με την λέξη όργανο εννοούσαν τα ν.
* * *και νταβούλι, και ταούλι, το (Μ νταούλι και ταβούλι)1. μουσ. είδος παραδοσιακού οργάνου με χαρακτηριστικό βροντερό ήχο, το οποίο μοιάζει με τύμπανο αλλά είναι μεγαλύτερων διαστάσεων, αποτελείται από έναν ξύλινο κύλινδρο καλυμμένο στις δύο παράλληλες βάσεις του με δέρμα τεντωμένο με σχοινί και παίζεται με δύο ειδικά φτειαγμένα ξύλινα πλήκτρα2. φρ. «έγινα νταούλι»μτφ. πρήστηκα.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. davul + υποκορ. κατάλ. -ι(ον)].
Dictionary of Greek. 2013.